- κορωνίς
- κορωνίς, ίδος (κορώνη): curved, epith. of ships; always νηυσὶ (or νήεσσι) κορωνίσιν. (See cuts Nos. 38, 87, 88.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
κορωνίς — κορωνίς, ίδος, ἡ (ΑM) βλ. κορωνίδα … Dictionary of Greek
Κορωνίς — crook beaked fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορωνίς — crook beaked fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορωνίδα — Κορωνίς crook beaked fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορωνίδα — κορωνίς crook beaked fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορωνίδας — Κορωνίς crook beaked fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορωνίδας — κορωνίς crook beaked fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορωνίδες — Κορωνίς crook beaked fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορωνίδες — κορωνίς crook beaked fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορωνίδι — Κορωνίς crook beaked fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορωνίδι — κορωνίς crook beaked fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)